- υπέγγυος
- -ο / ὑπέγγυος, -ον, ΝΑ1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής2. (κατ' επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνοςνεοελλ.1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως εγγύηση για την επίτευξη εξωτερικού δανεισμούαρχ.1. αυτός που υπόκειται σε ποινή («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», Ηρόδ.)2. (για πράγμ.) νόμιμος («γάμος ὑπέγγυος», Πολυδ.)3. υποθηκευμένος.επίρρ...υπεγγύως Νκατά τρόπο υπέγγυο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. αν-έγγνος, μετ-έγγυος].
Dictionary of Greek. 2013.